ἐξαπλωμένη

ἐξαπλωμένη
ἐκ , ἀπό-λάω 1
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
ἐκ , ἀπό-λάω 2
seize
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
ἐκ , ἀπό-λάζομαι
seize
fut part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
ἐκ , ἀπό-λάζω
fut part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic)
ἐξᾱπλωμένη , ἐκ-ἁπλόω
make single
perf part mp fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νεολιθική εποχή — Η περίοδος της προϊστορίας από το 7000 π.Χ. έως περίπου το 2000 π.Χ., κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος, περνώντας από το θηρευτικό στο γεωργικό στάδιο, θεμελίωσε αργά και μεθοδικά τον πολιτικό του βίο πάνω στη νέα παραγωγική οικονομία και… …   Dictionary of Greek

  • Τουρανίδες — οι, Ν ανθρωπολ. ευρωποειδής φυλή, εξαπλωμένη στις στέππες τής μεσημβρινής Ρωσίας και στο Τουρκεστάν …   Dictionary of Greek

  • Ασόκα — (Asoka, 3ος αι. π.Χ.).Ινδός αυτοκράτορας, γιος του Βινδουσάρα και εγγονός του Σανδραγούπτα που πολέμησε εναντίον του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Είναι ο πιο ονομαστός μονάρχης της αρχαίας δυναστείας των Μωρία. Η βασιλεία του τοποθετείται κατά τη γνώμη… …   Dictionary of Greek

  • μικροκυτταρικό καρκίνωμα — Η πιο επικίνδυνη και ταχύτερα εξαπλωμένη μορφή καρκίνου του πνεύμονα. Ονομάζεται επίσης και καρκίνωμα κυττάρου σχήματος σπόρου βρώμης …   Dictionary of Greek

  • Σιβαΐτες — Οπαδοί μιας από τις κυριότερες αιρέσεις της ινδουιστικής θρησκείας. Πιστεύουν στο θεό Σίβα σαν τον ανώτερο όλων, το κέντρο της δημιουργίας, και ζουν σαν ασκητές αποτελώντας συχνά επαιτικές αδελφότητες. Η ουσία της θρησκείας του είναι ότι η… …   Dictionary of Greek

  • Σκάραμποργκ — (Skaraborg). Κομητεία της νότιας Σουηδίας εξαπλωμένη σε εξαιρετικά πεδινή περιοχή, ανάμεσα στις λίμνες Βαίνερν και Βαίτερν, που διασχίζεται από τον ποταμό Tίν ταν. Έχει έκταση 7 938 τετ. χλμ. και πληθυσμό πάνω από 274 546 κατ. Πρωτεύουσα είναι το …   Dictionary of Greek

  • εξαπλώνω — εξάπλωσα, εξαπλώθηκα, εξαπλωμένος, μτβ., επεκτείνω, διαδίνω, μεταδίνω: Η αγγλική γλώσσα είναι πολύ εξαπλωμένη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”