νεολιθική εποχή — Η περίοδος της προϊστορίας από το 7000 π.Χ. έως περίπου το 2000 π.Χ., κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος, περνώντας από το θηρευτικό στο γεωργικό στάδιο, θεμελίωσε αργά και μεθοδικά τον πολιτικό του βίο πάνω στη νέα παραγωγική οικονομία και… … Dictionary of Greek
Τουρανίδες — οι, Ν ανθρωπολ. ευρωποειδής φυλή, εξαπλωμένη στις στέππες τής μεσημβρινής Ρωσίας και στο Τουρκεστάν … Dictionary of Greek
Ασόκα — (Asoka, 3ος αι. π.Χ.).Ινδός αυτοκράτορας, γιος του Βινδουσάρα και εγγονός του Σανδραγούπτα που πολέμησε εναντίον του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Είναι ο πιο ονομαστός μονάρχης της αρχαίας δυναστείας των Μωρία. Η βασιλεία του τοποθετείται κατά τη γνώμη… … Dictionary of Greek
μικροκυτταρικό καρκίνωμα — Η πιο επικίνδυνη και ταχύτερα εξαπλωμένη μορφή καρκίνου του πνεύμονα. Ονομάζεται επίσης και καρκίνωμα κυττάρου σχήματος σπόρου βρώμης … Dictionary of Greek
Σιβαΐτες — Οπαδοί μιας από τις κυριότερες αιρέσεις της ινδουιστικής θρησκείας. Πιστεύουν στο θεό Σίβα σαν τον ανώτερο όλων, το κέντρο της δημιουργίας, και ζουν σαν ασκητές αποτελώντας συχνά επαιτικές αδελφότητες. Η ουσία της θρησκείας του είναι ότι η… … Dictionary of Greek
Σκάραμποργκ — (Skaraborg). Κομητεία της νότιας Σουηδίας εξαπλωμένη σε εξαιρετικά πεδινή περιοχή, ανάμεσα στις λίμνες Βαίνερν και Βαίτερν, που διασχίζεται από τον ποταμό Tίν ταν. Έχει έκταση 7 938 τετ. χλμ. και πληθυσμό πάνω από 274 546 κατ. Πρωτεύουσα είναι το … Dictionary of Greek
εξαπλώνω — εξάπλωσα, εξαπλώθηκα, εξαπλωμένος, μτβ., επεκτείνω, διαδίνω, μεταδίνω: Η αγγλική γλώσσα είναι πολύ εξαπλωμένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)